ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
ΑΠΟ Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ
Ολοκληρώνοντας τα παλιά επαγγέλματα μάθαμε για τον σαμαροποιό , την υφάντρα, τον ψαρά τον τσαγκάρη κ.α.Πιο συγκεκριμένα:
Σαμαροποιός
Σαμαροποιός ή σαμαράς είναι ο τεχνίτης που
φτιάχνει το σαμάρι που βάζουμε στη ράχη των ζώων. Στο σαμάρι έβαζαν
φορτίο ή κάθονταν πάνω του οι αναβάτες. Το σαμάρι φτιαχνόταν από τρία μέρη: τον ξύλινο σκελετό, το
εσωτερικό γέμισμα και τα δερμάτινα εξαρτήματα.
Για ν’ ανέβω στ’ αλογάκι
θέλω ένα σαμαράκι
θα το πάρω κι εγώ
από τον σαμαροποιό.
Σιδεράς
Οι σιδεράδες έφτιαχναν με τα χέρια τους ότι
υπήρχε από σίδερο, όπως αξίνες, τσάπες, τσεκούρια, δρεπάνια, σφυριά, βαριές
αλλά και διάφορα σιδερένια εξαρτήματα όπως καρφιά, μασιές, μεντεσέδες λεπίδες,
μαχαίρια.
Είχαν ένα
μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη
και σε ψηλή θερμοκρασία. Σε αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν
πιο εύπλαστα και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν
πάνω στο αμόνι.
Το αμόνι ήταν
μια μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα
επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα
μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν.
Η δουλειά αυτή
ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί δούλευε με τα
σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και ζεσταινόταν
και γέμιζε και με μουντζούρες.
Όλη μέρα πάνω απ’ τη φωτιά βλέπουμε τον σιδερά
τα σίδερα να χτυπάει
εργαλεία να
πουλάει.
Σκουπάς
Σκουπάς ήταν εκείνος που έφτιαχνε σκούπες.
Όταν φύτευαν τα καλαμπόκια, φύτευαν τριγύρω και φουκαλόσπορο. Σε δυο με τρεις μήνες, αν ψήλωνε το φυτό, το
έκοβαν. Το καθάριζαν όπως καθαρίζουν και τα καλαμπόκια και το έτριβαν με
λινάρι. Αν το χόρτο ήταν χοντρό, το έσκιζαν, σε κομμάτια. Ύστερα το έκοβαν στο
μήκος που ήθελαν να φτιάξουν τη σκούπα,
το «φουκάλι». Αφού έκοβαν το χόρτο, το
μούσκευαν στο νερό καμιά ώρα και ύστερα το άφηναν να στεγνώσει. Αφού στέγνωνε
καλά, το έβαζαν στο ξύλο. Εκεί χρειαζόταν τέχνη για να το στερεώσουν με σύρμα
γύρω γύρω και να γίνει όμορφη η σκούπα.
Αφού στερεωνόταν, έπαιρναν μια σακοράφα και έραβαν το σπάγκο κατά
διαστήματα. Κάνανε τρία, τέσσερα ραψίματα ως τη μέση της σκούπας. Το κάτω μέρος
το αφήναν ελεύθερο, αλλά όταν ο σκουπάς ήταν τεχνίτης, το χόρτο δεν έφευγε.
Το μυστικό
στην καλή σκούπα ήταν το χόρτο. Αν το χόρτο ήταν σκληρό, η σκούπα δεν σκούπιζε
καλά.
Την αυλή μου θα σκουπίσω
απ’ τα φύλλα τα
ξερά
μα μια σκούπα πρέπει να πάρω
από τον καλό
σκουπά.
Τσαγκάρης
Ο τσαγκάρης επισκεύαζε χαλασμένα παπούτσια ή
τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή κατά παραγγελία.
Τα χρόνια
εκείνα δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να αγοράζουν παπούτσια κάθε φορά που χαλούσαν
τα παλιά τους. Τα πήγαιναν λοιπόν στον τσαγκάρη και τα διόρθωνε.
Τα μπάλωνε αν
κάπου είχαν σχιστεί, τα κολλούσε αν είχαν τρυπήσει, και έβαζε καινούργιες σόλες
όταν είχαν φθαρεί οι παλιές. Τα παπούτσια τα έφτιαχνε ολόκληρα με το χέρι, ήταν
πάντα ραφτά και καρφωτά και δερμάτινα πάνω – κάτω.
Το τσαγκαράδικο είχε μέσα τον πάγκο εργασίας και
τις καρέκλες που κάθιζαν ο τσαγκάρης, οι καλφάδες και τα τσιράκια. Πάνω ή κοντά
στον πάγκο ήταν τα εργαλεία και τα υλικά
που χρησιμοποιούσε ο τσαγκάρης, δηλαδή, τα
σουβλιά οι τσαγκαροβελόνες, οι φαλτσέτες, τα σφυριά, οι κατσαμπρόκοι, οι
σπάγκοι και τα καλαπόδια.
Οι τσαγκάρηδες
χρησιμοποιούσαν επίσης πεταλάκια και
ειδικά καρφιά που τοποθετούσαν κάτω από τη σόλα για να κρατήσουν περισσότερο τα
παπούτσια.
Για τον τσαγκάρη γράψαμε το τετράστιχό του:
Τον τσαγκάρη μας θα βρω
να τα παπούτσια να διορθώσει
να μη βάζουνε
νερό
κι όμορφα να τα μπαλώσει.
και είδαμε το παρακάτω βίντεο.
Τυπογράφος
Οι τυπογράφοι έπρεπε να γνωρίζουν γράμματα.
Έπιαναν δουλειά στις 5 το απόγευμα και τέλειωναν το ξημέρωμα.
Παλιά οι
επαρχιακές εφημερίδες ήταν τετρασέλιδες. Έδινε το κείμενο ο δημοσιογράφος στον
τυπογράφο και αυτός με τη σειρά του στεκόταν όρθιος μπροστά στην κάσα, έπαιρνε
ένα ένα τα γράμματα και βάζοντάς τα στη σειρά στο συνθετήριο σχηματιζόντουσαν
οι λέξεις.
Αφού έφτιαχναν
τις στήλες τις έπαιρνε ο σελιδοποιός, τις έδενε με σχοινιά για να μη
μετακινηθούν τα γράμματα και μοντάριζε τη σελίδα πάνω στον μεγάλο σελιδοθέτη.
Μόλις ο σελιδοποιός μοντάριζε τη σελίδα, έβγαζε ένα δοκιμαστικό για να το
ελέγξει ο δημοσιογράφος. Αφού ο δημοσιογράφος έκανε τον έλεγχο, ο υπεύθυνος στο
πιεστήριο έσφιγγε με το τελάρο τη σελίδα και την πήγαινε στο πιεστήριο.
Εκεί
προσεκτικά άδειαζαν τη σελίδα πάνω στο πιεστήριο. Στεκόντουσαν όρθιοι μπροστά
από τη στοίβα του τυπογραφικού χαρτιού και το έριχναν ένα ένα στο πιεστήριο.
Τότε τυπώνανε
500 με 1.000 φυλλάδες. Το τύπωμα κρατούσε γύρω στις 4 ώρες. Το ξημέρωμα ερχόταν
στο τυπογραφείο ο διπλωτής, όπου δίπλωνε με το χέρι τις τυπωμένες σελίδες και
ταξινομούσε τις εφημερίδες σε δέματα.
Γράψαμε ένα τετράστιχο:
Ο τυπογράφος μας τυπώνει
τις ειδήσεις τις
καλές
για να φτιάξει εφημερίδες
να διαβάζουμε πολλές.
είδαμε την παλιά τυπογραφία
αλλά και τη σύγχρονη.
Υφάντρα
Από
τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τον αργαλειό για να φτιάξουν
αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Οι πρώτοι αργαλειοί ήταν όρθιοι και αργότερα
έγιναν οριζόντιοι.
Υπήρχαν πολλές
υφάντρες που δούλευαν επαγγελματικά στα σπίτια τους όπου ήταν στημένος ο
αργαλειός και δέχονταν παραγγελίες.
Στον
αργαλειό έφτιαχναν τα ρούχα, τα
καθημερινά είδη του σπιτιού και την προίκα των κοριτσιών. Χρησιμοποιούσαν
βαμβάκι, μαλλί, λινάρι και μετάξι. Οι υφάντρες έβαφαν μόνες τις κλωστές με
φυτικές βαφές, όπως ρίζες φυτών, φύλλα, λουλούδια, καρπούς, φλοιούς δέντρων
κ.ά.
Ήταν
κουραστική και πολύπλοκη εργασία και αμείβονταν σε είδος, και σπάνια σε
χρήματα. Τον αργαλειό τον έφτιαχναν ειδικοί τεχνίτες.
Για την υφάντρα σκεφτήκαμε το παρακάτω τετράστιχο:
Κάθεται στον αργαλειό της και υφαίνει το πλεκτό της
φτιάνει κιλίμια και προικιά αλλά και όμορφα χαλιά.
είδαμε ένα βίντεο για την υφαντική
και πήραμε αφορμή να μιλήσουμε και να δούμε τον μύθο της αράχνης.
Φωτογράφος
Ο
φωτογράφος χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο που στηριζόταν σε ένα
τρίποδα, τη φωτογραφική μηχανή.
Ο φακός
βρισκόταν στο κέντρο του ορθογωνίου και από κάτω υπήρχε ένα κασελάκι με
συρταράκια που είχε όλα τα απαραίτητα υλικά εκτύπωσης μέσα σε μπουκαλάκια. Με
την μηχανή και το τρίποδο στον ώμο του γύριζε στα πανηγύρια, στους γάμους κλπ.
Τράβαγε το καπάκι από τον φακό μετρούσε ως το τρία και μετά έβαζε και πάλι το
καπάκι στον φακό.
Στη συνέχεια
έχωνε το κεφάλι του κάτω από το μαύρο πανί, που λειτουργούσε σαν σκοτεινός
θάλαμος, τραβούσε προς τα έξω ένα σκαφάκι με υγρό και βουτούσε μέσα το χαρτί.
Σε λίγο η
φωτογραφία ήταν έτοιμη, την ξέπλενε με νερό, την σκούπιζε και την στέγνωνε.
Μετά έπαιρνε το ψαλίδι με τα δοντάκια και την έκανε σαν κέντημα.
Κάτω από το πανί
βγάζει μια
φωτογραφία
για να θυμάται κάθε άνθρωπος την δική του ιστορία.
Δεν παραλείψαμε να φωτογραφηθούμε κι εμείς σαν τον παλιό φωτογράφο παίρνοντας έμπνευση από παλιές φωτογραφίες.
Χαμάληδες
Οι
χαμάληδες κουβαλούσαν προϊόντα και εμπορεύματα. Η εργασία τους ήταν πολύ
κουραστική και οι μισθοί τους χαμηλοί, γι’ αυτό οι χαμάληδες ήταν συνήθως
φτωχοί.
Μία από τις
κύριες δουλειές τους ήταν η μεταφορά του κρασιού μέσα σε «τουλούμια». Έβαζε τα
πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι που είχε και το έσερνε ο ίδιος. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει και κάποιο άλλο
δρομολόγιο.
Ο χαμάλης τα σακιά του
πάνω στην πλάτη
κουβαλεί
τα πηγαίνει πάνω
κάτω
και κουράζεται πολύ.
Ψαράς
Οι
ψαράδες χρησιμοποιούσαν πετονιά,
καλάμια, δολώματα και δίχτυα για να πιάνουν τα ψάρια τους. Συνήθως είχαν και
βάρκες και πουλούσαν τα ψάρια τους στον κόσμο.
Έβαζαν τα
ψάρια πάνω σε μια στρογγυλή τάβλα την οποία την στήριζαν στο κεφάλι τους με το
ένα χέρι, και στο άλλο χέρι είχαν έναν κουβά με δροσερό νερό για να δροσίζουν
τα ψάρια τους και να τα διατηρούν φρέσκα. Με αυτό τον τρόπο γυρνούσαν από
γειτονιά σε γειτονιά προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους.
Με τον καιρό,
όταν άρχισε να χρησιμοποιείται ο πάγος, αντικαταστήθηκε η τάβλα και το πανέρι
με το καρότσι, όπου έβαζαν τα ψάρια τους σε καφάσια και τα πασπάλιζαν με
κομμάτια πάγου, για να τα διατηρήσουν φρέσκα.
Τα δίχτυα του θα ρίξει
στη θάλασσα βαθιά
να πιάσει πολλά ψάρια
κι ύστερα τα πουλά.
πηγές πληροφοριών:
•http://anartiseto.blogspot.com
•Βικιπαίδεια
•Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται στο χρόνο, Ειδικό επαγγελματικό γυμνάσιο Πύργου
•http://iliastoutsoglidis.blogspot.com
•http://gnosi2dim.blogspot.com
•Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται στο χρόνο, Γενικό λύκειο Κρεστενών
Σαμαροποιός
Για ν’ ανέβω στ’ αλογάκι
θέλω ένα σαμαράκι
θα το πάρω κι εγώ
από τον σαμαροποιό.
|
Σιδεράς
Είχαν ένα
μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη
και σε ψηλή θερμοκρασία. Σε αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν
πιο εύπλαστα και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν
πάνω στο αμόνι.
Το αμόνι ήταν
μια μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα
επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα
μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν.
Η δουλειά αυτή
ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί δούλευε με τα
σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και ζεσταινόταν
και γέμιζε και με μουντζούρες.
Όλη μέρα πάνω απ’ τη φωτιά βλέπουμε τον σιδερά
τα σίδερα να χτυπάει
εργαλεία να
πουλάει.
|
Σκουπάς
Το μυστικό
στην καλή σκούπα ήταν το χόρτο. Αν το χόρτο ήταν σκληρό, η σκούπα δεν σκούπιζε
καλά.
Την αυλή μου θα σκουπίσω
απ’ τα φύλλα τα
ξερά
μα μια σκούπα πρέπει να πάρω
από τον καλό
σκουπά.
|
Τσαγκάρης
Τα χρόνια
εκείνα δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να αγοράζουν παπούτσια κάθε φορά που χαλούσαν
τα παλιά τους. Τα πήγαιναν λοιπόν στον τσαγκάρη και τα διόρθωνε.
Τα μπάλωνε αν
κάπου είχαν σχιστεί, τα κολλούσε αν είχαν τρυπήσει, και έβαζε καινούργιες σόλες
όταν είχαν φθαρεί οι παλιές. Τα παπούτσια τα έφτιαχνε ολόκληρα με το χέρι, ήταν
πάντα ραφτά και καρφωτά και δερμάτινα πάνω – κάτω.
Οι τσαγκάρηδες
χρησιμοποιούσαν επίσης πεταλάκια και
ειδικά καρφιά που τοποθετούσαν κάτω από τη σόλα για να κρατήσουν περισσότερο τα
παπούτσια.
Για τον τσαγκάρη γράψαμε το τετράστιχό του:
Τον τσαγκάρη μας θα βρω
να τα παπούτσια να διορθώσει
να μη βάζουνε
νερό
κι όμορφα να τα μπαλώσει.
|
Τυπογράφος
Παλιά οι
επαρχιακές εφημερίδες ήταν τετρασέλιδες. Έδινε το κείμενο ο δημοσιογράφος στον
τυπογράφο και αυτός με τη σειρά του στεκόταν όρθιος μπροστά στην κάσα, έπαιρνε
ένα ένα τα γράμματα και βάζοντάς τα στη σειρά στο συνθετήριο σχηματιζόντουσαν
οι λέξεις.
Αφού έφτιαχναν
τις στήλες τις έπαιρνε ο σελιδοποιός, τις έδενε με σχοινιά για να μη
μετακινηθούν τα γράμματα και μοντάριζε τη σελίδα πάνω στον μεγάλο σελιδοθέτη.
Μόλις ο σελιδοποιός μοντάριζε τη σελίδα, έβγαζε ένα δοκιμαστικό για να το
ελέγξει ο δημοσιογράφος. Αφού ο δημοσιογράφος έκανε τον έλεγχο, ο υπεύθυνος στο
πιεστήριο έσφιγγε με το τελάρο τη σελίδα και την πήγαινε στο πιεστήριο.
Εκεί
προσεκτικά άδειαζαν τη σελίδα πάνω στο πιεστήριο. Στεκόντουσαν όρθιοι μπροστά
από τη στοίβα του τυπογραφικού χαρτιού και το έριχναν ένα ένα στο πιεστήριο.
Τότε τυπώνανε
500 με 1.000 φυλλάδες. Το τύπωμα κρατούσε γύρω στις 4 ώρες. Το ξημέρωμα ερχόταν
στο τυπογραφείο ο διπλωτής, όπου δίπλωνε με το χέρι τις τυπωμένες σελίδες και
ταξινομούσε τις εφημερίδες σε δέματα.
Γράψαμε ένα τετράστιχο:
Ο τυπογράφος μας τυπώνει
τις ειδήσεις τις
καλές
για να φτιάξει εφημερίδες
να διαβάζουμε πολλές.
|
|
αλλά και τη σύγχρονη.
Υφάντρα
Υπήρχαν πολλές
υφάντρες που δούλευαν επαγγελματικά στα σπίτια τους όπου ήταν στημένος ο
αργαλειός και δέχονταν παραγγελίες.
Στον
αργαλειό έφτιαχναν τα ρούχα, τα
καθημερινά είδη του σπιτιού και την προίκα των κοριτσιών. Χρησιμοποιούσαν
βαμβάκι, μαλλί, λινάρι και μετάξι. Οι υφάντρες έβαφαν μόνες τις κλωστές με
φυτικές βαφές, όπως ρίζες φυτών, φύλλα, λουλούδια, καρπούς, φλοιούς δέντρων
κ.ά.
Ήταν
κουραστική και πολύπλοκη εργασία και αμείβονταν σε είδος, και σπάνια σε
χρήματα. Τον αργαλειό τον έφτιαχναν ειδικοί τεχνίτες.
Για την υφάντρα σκεφτήκαμε το παρακάτω τετράστιχο:
Κάθεται στον αργαλειό της και υφαίνει το πλεκτό της
φτιάνει κιλίμια και προικιά αλλά και όμορφα χαλιά.
|
|
Φωτογράφος
Ο φακός
βρισκόταν στο κέντρο του ορθογωνίου και από κάτω υπήρχε ένα κασελάκι με
συρταράκια που είχε όλα τα απαραίτητα υλικά εκτύπωσης μέσα σε μπουκαλάκια. Με
την μηχανή και το τρίποδο στον ώμο του γύριζε στα πανηγύρια, στους γάμους κλπ.
Τράβαγε το καπάκι από τον φακό μετρούσε ως το τρία και μετά έβαζε και πάλι το
καπάκι στον φακό.
Στη συνέχεια
έχωνε το κεφάλι του κάτω από το μαύρο πανί, που λειτουργούσε σαν σκοτεινός
θάλαμος, τραβούσε προς τα έξω ένα σκαφάκι με υγρό και βουτούσε μέσα το χαρτί.
Σε λίγο η
φωτογραφία ήταν έτοιμη, την ξέπλενε με νερό, την σκούπιζε και την στέγνωνε.
Μετά έπαιρνε το ψαλίδι με τα δοντάκια και την έκανε σαν κέντημα.
Κάτω από το πανί
βγάζει μια
φωτογραφία
για να θυμάται κάθε άνθρωπος την δική του ιστορία.
|
|
Χαμάληδες
Μία από τις
κύριες δουλειές τους ήταν η μεταφορά του κρασιού μέσα σε «τουλούμια». Έβαζε τα
πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι που είχε και το έσερνε ο ίδιος. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει και κάποιο άλλο
δρομολόγιο.
Ο χαμάλης τα σακιά του
πάνω στην πλάτη
κουβαλεί
τα πηγαίνει πάνω
κάτω
και κουράζεται πολύ.
|
Ψαράς
Έβαζαν τα
ψάρια πάνω σε μια στρογγυλή τάβλα την οποία την στήριζαν στο κεφάλι τους με το
ένα χέρι, και στο άλλο χέρι είχαν έναν κουβά με δροσερό νερό για να δροσίζουν
τα ψάρια τους και να τα διατηρούν φρέσκα. Με αυτό τον τρόπο γυρνούσαν από
γειτονιά σε γειτονιά προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους.
Με τον καιρό,
όταν άρχισε να χρησιμοποιείται ο πάγος, αντικαταστήθηκε η τάβλα και το πανέρι
με το καρότσι, όπου έβαζαν τα ψάρια τους σε καφάσια και τα πασπάλιζαν με
κομμάτια πάγου, για να τα διατηρήσουν φρέσκα.
Τα δίχτυα του θα ρίξει
στη θάλασσα βαθιά
να πιάσει πολλά ψάρια
κι ύστερα τα πουλά.
|
πηγές πληροφοριών:
•http://anartiseto.blogspot.com
•Βικιπαίδεια
•Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται στο χρόνο, Ειδικό επαγγελματικό γυμνάσιο Πύργου
•http://iliastoutsoglidis.blogspot.com
•http://gnosi2dim.blogspot.com
•Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται στο χρόνο, Γενικό λύκειο Κρεστενών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου